- γονέι
- γονέϊ , γονεύςbegettermasc dat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γονεῖ — γονάω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) γονάω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) γονεύς begetter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνει — γονάω pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) γονάω imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχευμα — λόχευμα, τὸ (Α) [λοχεύω] 1. το παιδί που γεννιέται, το τέκνο («ἔνθα λοχεύματα σέμν ἐλοχεύσατο Λατὼ Δίοισί σε καρποῑς», Ευρ.) 2. η εμφάνιση τού κάλυκα τού άνθους, το άνοιγμα τών μπουμπουκιών («χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γόνει σπορητὸς… … Dictionary of Greek